πεντάχρωμος

πεντάχρωμος
-η, -ο
αυτός που έχει πέντε χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. τρί-χρωμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεντάχρωμος — η, ο αυτός που έχει πέντε χρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεντάχροος — οον, Μ αυτός που έχει πέντε χρώματα, ο πεντάχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + χροος (< χρώς, χρωτός), πρβλ. δί χροος] …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • πενταχρωμία — η [πεντάχρωμος] 1. η ιδιότητα τού πενταχρώμου 2. (τυπογρ.) εκτύπωση με πέντε χρώματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”